μπάζω

μπάζω
1. μετ.
1) вводить; всовывать, вставлять; 2) перен. вводить (в курс дела); τον έμπασα στο νόημα а) я его ввёл в курс дела; б) я ему дал. представление (о чём-л.), я помог ему разобраться; είναι καλά μπασμένος στην υπόθεση он вполне в курсе дела; он хорошо знаком с делом; 3) впускать, пускать к себе в дом (тайно); 4):

μπάζω μέσα κάποιον — выигрывать (у кого-л.);

нагреть (кого-л. на какую-л. сумму) (прост.);
2. αμετ. садиться (о материи, одежде); εμπασε η (ρανέλλα фуфайка села

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπάζω" в других словарях:

  • μπάζω — μπάζω, έμπασα, μπασμένος βλ. πίν. 35 (και ως απρόσ. μπάζει) Σημειώσεις: μπάζω – μπαίνω : από άποψη σημασίας το μπαίνω χρησιμεύει και ως παθητικό του μπάζω, π.χ. τον έμπασε στο δωμάτιο – μπήκε στο δωμάτιο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπάζω — 1. βάζω μέσα, εισάγω κάτι σε έναν χώρο («μπάζω τα παλιά πράγματα στην αποθήκη») 2. μτφ. δίνω θέση, παρέχω αρμοδιότητα («εκείνος οπού στην διεύθυνσιν τών εργασιών του μπάζει σύντροφο την γυναίκα του», Λασκαρ.) 3. (για υφάσματα, και ενδύματα)… …   Dictionary of Greek

  • μπάζω — έμπασα, μπασμένος 1. βάζω κάποιον μέσα σε κάτι: Τον έμπασε στο σπίτι από το παράθυρο. 2. ενημερώνω κάποιον, μυώ: Τους έμπασε στα μυστικά του επαγγέλματος. 3. (για υφάσματα, αμτβ.) μαζεύω, στενεύω: Έμπασε το πουλόβερ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάσιμο — το [μπάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπάζω ή τού μπαίνω 2. τόπος διά μέσου τού οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά 3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο 4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή 5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — μπαίνω, μπήκα, μπασμένος βλ. πίν. 179 Σημειώσεις: μπάζω – μπαίνω : από άποψη σημασίας το μπαίνω χρησιμεύει και ως παθητικό του μπάζω, π.χ. τον έμπασε στο δωμάτιο – μπήκε στο δωμάτιο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • εμπάζω — και μπάζω (Μ ἐμπάζω) εισάγω …   Dictionary of Greek

  • ζαρομπασμένος — η, ο καχεκτικός, ζαρωμένος, αρρωστιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + μπασμένος, μτχ. τού μπάζω (< αρχ. εμ βάζω) «εισάγω»] …   Dictionary of Greek

  • μεσημέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 930 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται 4 χλμ. Δ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.338 κάτ.) του νομού… …   Dictionary of Greek

  • μπαινοβγαίνω — και μπαιζοβγαίνω (Μ μπαινοβγαίνω και ἐμπαινοβγαίνω) 1. μπαίνω και βγαίνω κάπου πολύ συχνά («εμπαινοβγαίναν οι γιατροί κι όλοι τόν εφοβούνταν», Ερωτόκρ.) 2. επισκέπτομαι κάποιον ή κάτι πολύ συχνά, συχνάζω («τόν είδα πολλές φορές να μπαινοβγαίνει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»